- σταυροπροσκύνηση
- [-ις (-εως)] η рел праздник святого креста; поклонение святому кресту
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σταυροπροσκύνηση — η / σταυροπροσκύνησις, ήσεως, ΝΜ 1. η προσκύνηση τού τίμιου σταυρού 2. φρ. «Κυριακή τής Σταυροπροσκυνήσεως» η τρίτη Κυριακή τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής, οπότε προβάλλεται στους πιστούς για προσκύνηση ο τίμιος σταυρός … Dictionary of Greek
σταυροπροσκύνηση — η 1. προσκύνηση του Tίμιου Σταυρού. 2. «Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως», η τρίτη Κυριακή της Μεγάλης Σαρακοστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σταυρός — Πανάρχαιο ξύλινο όργανο βασανισμού που κατασκευαζόταν με δύο δοκάρια το ένα κάθετο καρφωμένο στη γη και το άλλο οριζόντιο. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα των σ. ήταν τρία: το κύριο σταυρικό, όπου το κάθετο δοκάρι ξεπερνούσε σε ύψος το οριζόντιο· το… … Dictionary of Greek